Ἰνδικαῖς

Ἰνδικαῖς
Ἰνδικός
a
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μελιτοποιώ — μελιτοποιῶ, έω (ΑM) [μελιτοποιός] παρασκευάζω ή παράγω μέλι (α. «ἰνδικαῑς καλάμοις, ἃς μελιτοποιεῑν ἐκεῑνός φησιν», Διον.Περιηγ. β. «ἵνα καὶ ἐξ ἀγρίων ἀνθέων μελιτοποιῆται τὰ χρήσιμα», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”